Τρίτη 18 Απριλίου 2017

Δέσμευση από καθήκον ή από έρωτα;



Στο παρελθόν η μοναδική κοινωνικά αποδεχτή δίοδος για την συνένωση του άντρα και της γυναίκας ήταν το γαμήλιο συμβόλαιο. Η δε σύναψή του είχε ως έδρα όχι τα υψηλά συναισθήματα του έρωτα, αλλά γινόταν κυρίως στην βάση μίας οικονομικής συναλλαγής. Εκτός του γάμου δεν υπήρχε καμία δυνατότητα να εξασφαλίσει κανείς την υλική βάση για την επιβίωσή του[1]. Για αυτόν τον λόγο, το σύστημα της προίκας ήταν ένα στοιχείο ύψιστης σημασίας σε αυτήν την σχέση οικονομικών συμβάσεων. Μάλιστα, όσο πιο αδρή ήταν η πληρωμή, τόσο πιο εύκολο ήταν και το πέρασμα της γυναίκας από τη μία οικογένεια στην άλλη. Τα συναισθήματα παραμερίζονταν και δεν είχαν παρά μία διακοσμητική αξία. Τις περισσότερες φορές θεωρούνταν ως εμπόδιο για μία δια βίου δέσμευση. Το πάθος περιφρονούνταν και αντιμετωπιζόταν ως τροχοπέδη στην ανθεκτικότητα του αμοιβαίου δεσμού μπροστά στις μελλοντικές δοκιμασίες της ζωής. Στην καλύτερη περίπτωση τα αισθήματα αγάπης καλλιεργούνταν σε μεταγενέστερο χρόνο, παρά στην αρχή της κοινής συμβίωσης. Στην πλειοψηφία των περιπτώσεων ο έρωτας δεν χτυπούσε ποτέ την πόρτα στην καρδιά των συζύγων. Ο γάμος λειτουργούσε ως μία ανεξάρτητη αρχή από την βούληση των συζύγων. Για αυτό, η εμπιστοσύνη μεταξύ τους θεωρούνταν δεδομένη και προερχόταν από έξω, δηλαδή από τον νόμο. Ο δεσμός ήταν άρρηκτος και δεν επιδεχόταν κανένα πισωγύρισμα. Κάθε απόπειρα ατομικής επιδίωξης πέραν του θεσμού θεωρούνταν ένα ασυγχώρητο παραστράτημα και εξισωνόταν με προδοσία. Σίγουρα, ο γάμος δεν προοριζόταν για την προσωπική ευτυχία, αλλά λειτουργούσε ως μία ασφαλιστική δικλείδα για την επιβίωση.
Ανάλογα με το φύλο, ο γάμος αποκτούσε και ένα διαφορετικό νόημα. Για τις γυναίκες, ο γάμος αποτελούσε την πλέον καθοριστική στιγμή αυτονόμησης. Ήταν το μοναδικό εισιτήριο για την έξοδό τους από την πατρική οικογένεια. Τον περίμεναν με την ανυπομονησία μίας φυλακισμένης που βρίσκει τον απελευθερωτή της. Για τους άντρες, ήταν περισσότερο ένα αγκυροβόλιο μακριά από το οποίο μπορούσαν να εξορμήσουν για να αντιμετωπίσουν τον ευρύτερο κόσμο. Και για τα δύο φύλα η συζυγική χρήση της σεξουαλικότητας συνδεόταν κυρίως με την αναπαραγωγή, δηλαδή την γέννηση παιδιών. Η μακροχρόνια παραμονή με τον άλλον δεν απαιτούσε την ερωτική απόλαυση.
Η γυναίκα πριν τον γάμο έπρεπε να είναι σεξουαλικά άθικτη. Αν δεν διέθετε αυτό το προσόν δεν ήταν γυναίκα για σπίτι. Μέσα στον γάμο το σεξ ήταν μόνο το μέσο ώστε να αποκτήσει εκείνη τον ρόλο της μητέρας τροφού και ο σύζυγός της αντίστοιχα τον ρόλο του pater familias. Ο άντρας, από την άλλη, δεν ήταν απαραίτητο να αντλήσει την ερωτική απόλαυση από τον στενό κλοιό του οίκου του. Οι εξωσυζυγικές περιπλανήσεις ήταν μία διέξοδος κάθε άλλο παρά κοινωνικά κατακριτέα. Η ανδρική απιστία, χωρίς να θεωρείται αξία, ήταν ωστόσο αποδεκτή[2]. Για αυτόν τον λόγο, οι συνευρέσεις με γυναίκες εκτός του οίκου γίνονταν με την σιωπηρή αποδοχή εκ μέρους των συζύγων. Και μάλιστα αυτές θεωρούνταν και ως απαραίτητο συμπλήρωμα για μία αρμονική οικογενειακή ζωή. Μπορούμε να πούμε ότι σήμερα ζούμε ήδη σε ένα άλλον κόσμο, στον οποίο η γυναικεία παρθενία έχει χάσει σε αξία, η ανδρική απιστία, ο φαλλοκρατισμός γίνεται λιγότερο ανεκτός από το άλλο φύλο, το οποίο τώρα ετοιμάζεται να εκδικηθεί τον άντρα[3].
Στο πέρασμα του χρόνου οι ασφαλιστικές δικλείδες του γαμήλιου συμβολαίου άρχισαν να αποσταθεροποιούνται. Καθώς το διαζύγιο εμφανίστηκε στο προσκήνιο δόθηκε ένα τέλος στον νομικό καταναγκασμό του παρελθόντος. Παλαιότερα, οι σύζυγοι δεν χώριζαν, αλλά αυτό δεν σημαίνει ότι αγαπιούνταν. Τώρα πια αν, για παράδειγμα, ο ένας σύντροφος θεωρήσει ότι ο άλλος του παρεμποδίζει την προσωπική του ανάπτυξη, πλέον ο χωρισμός είναι μία λύση. Η δυνατότητα του διαζυγίου είναι ένα εργαλείο υποκειμενικότητας. Το αποϊεροποιημένο μυστήριο του γάμου άρχισε να παρεκκλίνει από το ασφυκτικό πλαίσιο του εγκλεισμού. Παράλληλα, εμφανίστηκαν καινούργιες και πιο αποδοτικές μέθοδοι αντισύλληψης. Αυτό το γεγονός είχε σε μεγάλο βαθμό για απότοκο την χειραφέτηση της σεξουαλικότητας από την συζυγική κλίνη. Τώρα πια η σεξουαλική σχέση είναι προαπαιτούμενο προκειμένου κανείς να εμπλακεί σε μία σχέση με σκοπό τον γάμο, πράγμα που δεν ίσχυε παλιότερα. Αυτή η εξέλιξη, ακόμα και αν εμείς σήμερα την θεωρούμε αυτονόητη, έφερε μεγάλες αλλαγές στους όρους της δέσμευσης σε μία σχέση. Πλέον μπορούμε να μιλάμε για σχέσεις, ενώ στο παρελθόν δεν νοούνταν σχέσεις πέραν του γάμου. Η συντροφικότητα εξιδανικεύεται. Τόσο η δυνατότητα του διαζυγίου, όσο και η αποτελεσματική αντισύλληψη ήρθαν και κούμπωσαν με την απροθυμία των γυναικών να ενδώσουν στην αντρική ερωτική κυριαρχία. Μπροστά σε αυτές τις εξελίξεις τα δύο φύλα έπρεπε να προσαρμοστούν και να χαράξουν καινούργια και μέχρι πρότινος άβατα μονοπάτια στην εμπειρία των σχέσεων.
Οι όροι δέσμευσης σε μία σχέση άλλαξαν τόσο ριζικά που οι προηγούμενες γενιές δεν μπορούσαν να φανταστούν ούτε στα πιο τρελά τους όνειρα. Έγινε μία μετάθεση των ευθυνών από την κοινωνία στο ίδιο το άτομο. Τώρα πια δεν είναι ο νόμος που δίνει τις κατευθυντήριες γραμμές, αλλά η αίσθηση για αυτοπραγμάτωση καθώς και η επιθυμία για πρόσβαση σε ποικίλες εμπειρίες απόλαυσης. Και για να απολαμβάνει κανείς χρειάζεται να είναι υπό την επήρεια της ερωτικής έξαψης. Έχουμε ξεφύγει από την ανάγκη για επιβίωση και αναζητάμε έναν σύντροφο ζωής. Ο θεός της ιδιωτικής σφαίρας είναι ο έρωτας.
Το καθήκον απέναντι στην κοινωνία έχει αντικατασταθεί από την επιθυμία να ερωτευτούμε. Τώρα πια ψάχνουμε την χρυσή τομή ανάμεσα σε δύο επιδιώξεις: την ασφάλεια της σταθερής σχέσης από τη μία και την περιπέτεια που συναινεί στον πόθο από την άλλη. Κάποτε αυτού του είδους η συμφιλίωση μεταξύ της ηρεμίας και της παρόρμησης ήταν μία αντίφαση. Ο γάμος δεν ήταν παρά ένας δια βίου συνεταιρισμός που εγγυόταν την σταθερότητα της δέσμευσης. Τώρα, δεν έχουμε απαλλαγεί από αυτή την αναζήτηση, αλλά θέλουμε επιπλέον ο σύντροφος να είναι ο πιο οικείος και έμπιστος φίλος και συνάμα ο φλογερός εραστής και όλα αυτά να τα ζήσουμε δύο φορές περισσότερο χάρη στην αύξηση του προσδόκιμου ζωής. Τα θέλουμε όλα σε ένα, δίχως ημίμετρα και συμβιβασμούς. Η επιθυμία για έρωτα ανοίγει καθέναν σε έναν εσωτερικό διάλογο: «πως αισθάνομαι για τον άλλον και πως αισθάνεται εκείνος για μένα; Είναι τα αισθήματά μας αρκετά βαθιά ώστε να στηρίξουν μία μακροχρόνια σχέση;».
Μέσα από τους μετασχηματισμούς της προσωπικής σχέσης έχει αναδυθεί ένα καινοτόμο μοντέλο δέσμευσης που είναι η αμιγής σχέση[4]. Σε αυτόν τον τύπο δέσμευσης μία σχέση δεν συνάπτεται με βάση κάποιο εξωτερικό σημείο αναφοράς, αλλά μόνο για αυτά που μπορεί ο ένας να αντλήσει από τον άλλον. Η ένωση δια του γάμου περιορίζεται πλέον στο ζευγάρι των συντρόφων. Δεν συνδέει, δηλαδή δύο οικογένειες, με τα αγαθά τους, τις περιουσίες τους, την ιστορία τους, όπως συνέβαινε άλλοτε, αλλά δύο άτομα που ενώνονται για τις κοινές τους προτιμήσεις[5]. Κάθε παρτενέρ μένει σε αυτήν την σχέση μόνο εφόσον νιώθει ικανοποίηση με αυτήν. Και αυτό είναι κάτι που χρειάζεται να υπάρχει και από τις δύο πλευρές. Αυτό σημαίνει ότι μία τέτοια σχέση μπορεί να τερματιστεί ανά πάσα ώρα και στιγμή όταν τουλάχιστον ο ένας από τους δύο αποφασίσει να αποχωρίσει και να τραβήξει την δική του ρότα. Πολύ απλά ή τα βρίσκουμε και διατηρούμε την σχέση ή δεν τα βρίσκουμε και το διαλύουμε. Έτσι και αλλιώς, καθένα από τα δύο συμβαλλόμενα μέρη έχει την δική του ζωή. Αυτή η πιθανότατα μπορεί να υπονομεύει την δυνατότητα διάρκειας. Κάθε σύντροφος είναι υποχρεωμένος να ζήσει την σχέση του με προσωπικό ρίσκο. Έτσι, η εμπιστοσύνη στην δέσμευση δεν τίθεται από έξω, όπως ο νόμος στο παρελθόν, αλλά εκ των έσω, δηλαδή την ίδια την σχέση μεταξύ του ζευγαριού. Το τι σημαίνει δέσμευση γίνεται πια θέμα διαπραγμάτευσης. Έτσι, το συμβόλαιο δέσμευσης σε μία σχέση από ισόβιο έχει γίνει κυλιόμενο και χρειάζεται να επιβεβαιώνεται και να ανανεώνεται διαρκώς.
Η δέσμευση σε μία σχέση είναι πιο αυθεντική εφόσον μπορεί να αναιρεθεί[6]. Από κει που στο παρελθόν κυριαρχούσε ο καταναγκασμός τώρα σημασία έχει η διαπραγμάτευση. Άλλωστε η διαπραγμάτευση είναι πιο συμβατή με την σεξουαλική ισοτιμία, που πλέον σήμερα πρυτανεύει ως ιδεολογία. Για πρώτη φορά η ζωή με τον άλλον δεν είναι ζωή για τον άλλον, όπως ίσχυε στο παρελθόν[7]. Ο εαυτός έκαστου παρτενέρ δεν ολοκληρώνεται αποκλειστικά μέσα από την σχέση, αλλά και από προσωπικές φιλοδοξίες που εκτείνονται πέραν της εμβέλειάς της. Καθένας μπορεί να καταπιάνεται με πράγματα εκτός της σχέσης, χωρίς να νιώθει αναγκαστικά ότι την προδίδει. Το πόσο μέσα ή έξω, χαλαρά ή σφιχτά επιλέγει κανείς να δεσμευτεί σε μία σχέση είναι υπόθεση καθαρά προσωπικής επιλογής. Για να απολαμβάνουμε και οι δύο το κοινό αγαθό αυτής της σχέσης χρειάζεται να συμφωνούμε ως προς αυτές τις εναλλαγές. Η εμπιστοσύνη δεν είναι σε καμία περίπτωση αυτονόητη κι ούτε κατακτάται μία δια παντός, αντίθετα τίθεται σε συνεχή αναδιαπραγμάτευση. Σε συνεχή διαπραγμάτευση βρίσκομαι και με τον ίδιο μου τον εαυτό, καθώς μέσα μου αναδύεται μία εσωτερική αντίφαση: να εκπληρώσω τις προσωπικές μου επιθυμίες , στόχους και επιδιώξεις ή να διατηρήσω την ενότητα;
Ως εκ τούτου ο γάμος βρίσκεται περισσότερο εκτεθειμένος στους κινδύνους του έρωτα, όσο και αν ευελπιστεί να διαρκέσει για πάντα, εντούτοις είναι γνωστό σε όλους πως πρόκειται για ευσεβή πόθο που κάποια στιγμή θα εξανεμιστεί[8]. Άντρες και γυναίκες απαιτούν περισσότερα από κάθε άλλη φορά και καλούνται να εξοικειωθούν με την ιδέα ενός ζευγαριού που έχει ημερομηνία λήξης. Αυτό άλλωστε δεν μαρτυρά και ο αυξανόμενος αριθμός των διαζυγίων; Τρομάζω μπροστά στις απαιτήσεις που αξιώνω από τον άλλον γιατί γνωρίζω πως ανάλογες απαιτήσεις φυλά και αυτός για μένα. Για αυτό αναστοχάζομαι συνεχώς τι αποκομίζω από την σχέση μου και αν επιθυμώ να την διατηρήσω. Βέβαια γνωρίζω ότι και ο άλλος αναστοχάζεται για τον ίδιο δικό του σκοπό. Το ρίσκο της δέσμευσης γίνεται όλο και πιο μεγάλο και για τον λόγο αυτό, η εμπιστοσύνη είναι όλο και πιο δύσκολη. Γιατί το να αναλάβω ρίσκο δίνοντας όρκο πίστης με κάνει εξαρτημένο. Και αν επιτρέψω στον εαυτό μου να αφεθεί στην δέσμευση τότε κινδυνεύω να μείνω ξεκρέμαστος. Και προκειμένου να οχυρωθώ μπροστά σε αυτήν την απειλή, υιοθετώ την ιδέα πως το ρίσκο δεν αφορά τον ίδιο, αλλά τον άλλον. Αν ο άλλος υποφέρει είναι δικό του θέμα, έτσι δεν είναι; Δεν είναι αρκετά μοντέρνος. Πρόκειται για μία άποψη που η ίδια αποτελεί εχθρό του έρωτα[9]. Αν έχω προετοιμαστεί επαρκώς, μπορώ να ξαποστείλω τον άλλον μόλις διαπιστώσω ότι δεν παίρνω από την σχέση αυτό που μου αξίζει. Βέβαια το ότι δεν έχω ανάγκη κανέναν με οδηγεί στην θλιβερή διαπίστωση ότι κανείς δεν έχει ανάγκη εμένα.Ο έρωτας με όλη την έννοια καταλήγει στην δημιουργία έντασης απο τους δύο και ή αγάπη στο ότι όταν ο ένας δέν νιώθει καλά ο άλλος κάνει οτι μπορεί για να τον κάνει καλύτερα. Από τη μία, θέλω να ζήσω τις δυνατές συγκινήσεις του έρωτα και της αγάπης, ενώ από την άλλη φοβάμαι μην εγκαταλείψω τον εαυτό μου. Καθένας καλείται να λύσει αυτές τις αντιφάσεις. Το ζήτημα είναι πώς θα το κάνει, μόνος ή μαζί με τον άλλον;


[1] Ulrich Beck & Ulf Erdmann Ziegler, Μία ζωή δική μας. Εκδόσεις Νήσος.
[2] Ζακ Αλέν Μιλέρ, Θεωρία της ψυχαναλυτικής θεραπείας. Εκδόσεις Εκκρεμές.
[3] Ζακ Αλέν Μιλέρ, Θεωρία της ψυχαναλυτικής θεραπείας. Εκδόσεις Εκκρεμές.
[4] Anthony Giddens,Η μεταμόρφωση της οικειότητας. Εκδόσεις Πολύτροπον.
[5] Κολέτ Σολέρ, Τι έλεγε ο Λακάν για τις γυναίκες. Εκδόσεις Ερατώ.
[6] Πασκάλ Μπρυκνέρ, Ο γάμος έρωτα έχει αποτύχει;. Εκδόσεις Πατάκη.
[7] Beck U. & Beck Gernsheim, E., Individualization, London. Sage Πηγή: Κοιλάκος Νικόλαος, Το πεδίο των στενών σχέσεων. Εκδόσεις Ηρόδοτος.
[8] Κολέτ Σολέρ, Τι έλεγε ο Λακάν για τις γυναίκες. Εκδόσεις Ερατώ.
[9] Alain Badiou, Εγκώμιο για τον έρωτα. Εκδόσεις Πατάκη.

Τετάρτη 12 Απριλίου 2017

Στεναχώρια και ασθένειες - Αννα Μαρία Παπαδοπούλου Ψυχολόγος Υγείας






  Μπορούμε να επιτρέψουμε στην στεναχώρια να προέλθει τόσο από εντός μας όσο και από εκτός.
Σαν άνθρωποι εκδηλώνουμε διάφορες συμπεριφορές που μας οδηγούν στην θλίψη και την στεναχώρια. Συνήθως δεν αντιλαμβανόμαστε το λάθος μας διότι είμαστε απορρόφημένοι στα δικά μας θέλω και συναισθήματα. Λόγω κάποιας ανασφάλειας που μας έχει πληγώσει στο παρελθόν αδυνατούμε να αναλάβουμε την ευθύνη των πράξεων μας δημιουργώντας έτσι διάφορα αρνητικά συναισθήματα στον εαυτό μας και στους άλλους για να αντισταθμίσουμε την ανασφάλεια μας.      Πιστέυουμε πως με το να ταλαιπωρήσουμε τον εαυτό μας ή τους άλλους θα αλλάξει κάτι προς το καλύτερο για μας, ενώ στην ουσία βραχυπρόθεσμα , το αποτέλεσμα είναι το αντίθετο.
  Είτε το προκαλούμε εμείς στον εαυτό μας, είτε προέρχεται από κάποιον άλλον πρέπει να εστιάζουμε στο ότι κάθε εξωτερικό ερέθισμα και κάθε εμπειρία είναι αιτία μεγάλων συναισθηματικών αντιδράσεων που στην πλειοψηφία τους είναι θετικά γιατί ολοκληρώνουν το άτομο και λειτουργούν σαν μάθημα . Όταν ζήσουμε μία εμπειρία, ανάλογα με τον τρόπο που το αντιλαμβάνεται το μυαλό μας μπορούμε να καταλάβουμε τις παιδικές μας εμπειρίες , το πόσο δυσάρεστες ήταν για εμάς και για το εάν ολοκληρωθήκαμε στην διαχείρηση συναισθημάτων του εαυτού μας. Συνήθως οι άνθρωποι που έχουν αρκετά απωθημένα από νεαρή ηλικία τείνουν να δημιουργούν υπερβολικά αρνητικά συναισθήματα για την εμπειρία γιατί από την στιγμή που δεν γνωρίζουν τον τρόπο να την διαχειριστούν τείνουν να βγάζουν ένας «μίσος» και πόνο για την πράξη.

  Πρέπει να γνωρίζουμε πώς δυσάρεστες ψυχικές καταστάσεις όπως η θλίψη και η στεναχώρια, επιδρούν με αρνητικό τρόπο στο σώμα μας και εμφανίζονται με ακραία, επίπονα ή αρκετά δυσάρεστα σωματικά συμπτώματα.
  Αν ανατρέξουμε σε μία φράση του Ιπποκράτη, πατέρα της Ιατρικής, που είχε γράψει αιώνες πρίν, μπορούμε να καταλάβουμε γιατί είναι η μεγαλύτερη αλήθεια. Ο ιπποκράτης υποστήριζε σε όλη του την ζωή πώς « Η στεναχώρια είναι η πηγή όλων των ασθενειών».
  Μέσα από ιατρικές και επιστημονικές έρευνες εντοπίστηκαν διάφορες συνέπειες τις στεναχώριας και την επίδραση τους σε βασικά όργανα του σώματος.

Στην καρδιά, η μεγάλη στεναχώρια μπορεί να προκαλέσει αρρυθμία, άυξηση της πίεσης και έντονη δυσφορία. Η δύναμη της στεναχώριας είναι τόσο μεγάλη που μπορεί να προκαλέσει μικρά εμφράγματα που το σώμα δεν είναι σε θέση να αντιληφθεί λόγω της κατάστασης του ατόμου αλλά αυξάνει τις πιθανότητες στην μετάπειτα ζωή του για έμφραγμα.

Στο πεπτικό σύστημα, η στεναχώρια δημιουργεί πολλές διαταραχές στο στομάχι, από έντονο πόνο στην κοιλιά μέχρι και την πιο ακραία μορφή την γαστρορραγία.

Στον θυρεοειδή, οπου είναι ο μεγαλύτερος αδένας του υπάρχει στο σώμα μας και ρυθμίζει τις λειτουργίες του οργανισμού έχει την τάση να δημιουργεί πρόβληματα και ογκόματα πο οδηγούν σε διάφορες παθήσεις.

Στο αναπνευστικό μας σύστημα, αφού όπως έχει διαπιστωθεί από διάφορα άτομα που εμφάνισαν αναπνευστικές παθήσεις, πώς είχαν βιώσει άσχημες και στενάχωρες καταστάσεις σε συνεργασία με τον εγκέφαλο του έτεινε να τις κρίνει αρνητικά.

Το δέρμα, το οποίο είναι ο πιο εύκολος στόχος της στεναχώριας βγάζει προς τα έξω όλα τα ψυχοσωματικά σαν δερματικές παθήσεις, όπως κοκκινίλες στα χέρια ή στα πόδια και δερματίτιδες που οφείλονται στο άγχος και την υπερβολικά στεναχώρια.

Στα μαλλιά, τα οποία επηρεάζονται άμεσα με πιο γνωστό σύμπτωμα την τριχόπτωση και την εξασθένηση της τρίχας.

  Όπως έχει διαπιστωθεί, η καρδιακή ανακοπή και το εγκεφαλικό συνδέεται με μεγάλη θλίψη, για παράδειγμα η δύσκολη καθημερινότητα, τα οικονομικά προβλήματα, η απώλεια ενός αγαπημένου προσώπου, η διαπίστωση ότι δεν μπορούμε να ικανοποιήσουμε κάποιον αυτό μας δημιουργεί φόβο και αποσυρόμαστε μήπως και οι άλλοι αποσύρουν την αγάπη τους, με το να μεγενθύνουμε διάφορες καταστάσεις, με το να φτιάχνουμε σενάρια καταστροφής και με το να μην εκτιμάμε τα θετικά πράγματα και να εστιάζουμε στα αρνητικά οδηγούν σε ένα εγκλωβισμό του εαυτού μας που δύσκολα μπορούμε να βγούμε από αυτό.

  Τα παιδιά πολλές φορές νιώθουν υπερβολική στεναχώρια επειδή νιώθουν ότι δεν μπορούν να ανταποκριθούν στις προσδοκίες πως γονιών τους, ένας άνεργος νιώθει στεναχώρια επειδή δεν μπορεί να καλύψει τις ανάγκες του, κάποιος νιώθει στεναχώρια γιατί ένα άτομο κρατάει αρνητική στάση απέναντι του ή τις περισσότερες φορές εγκλωβίζεται σε μια καταάθλιψη που δεν αφήνει το άτομο να δεί ξεκάθαρα την αλήθεια και την σημασία του προβλήματος.

  Η ψυχική υγεία είναι άκρως συνδεδεμένη με την σωματική και είναι στο χέρι μας να τα προφυλάξουμε και τα δύο.
Τρόποι μείωσης της στεναχώριας θα ήταν να μην μεγενθύνουμε στο μυαλό μας διάφορες καταστάσεις, να μην υπερβάλλουμε, να αντιλαμβανόμαστε γιατί έγινε κάτι, να αθλούμαστε, να αρχίσουμε να εκτιμάμε τα καλά πράγματα που μας προσφέρει η ζωή και να μην τα θεωρούμε δεδομένα και να μην γεμίζουμε στεναχώρια για αυτά που δεν έχουμε αλλά για να νιώθουμε ευτυχείς και τυχεροί για αυτά που έχουμε.


  Η στεναχώρια, η θλίψη και η μελαγχολία, όχι μόνο δεν επιλύουν κανένα μας πρόβλημα και μας κρατούν εγκλωβισμένους κάνοντας μας να την δημιουργούμε στους άλλους, οδηγούν σε μαρασμό και διαλύουν την κριτική ικανότητα του εγκεφάλου και τα αντανακλαστικά για να αντεπεξέλθουμε με ωριμότητα και ψυχραιμία. 


Αννα-Μαρία Παπαδοπούλου
Ψυχολόγος Υγείας BScMScECCMBA
Μέλος Δ.Σ. Ψυχολογικής Ένωσης Κύπρου

Παρασκευή 7 Απριλίου 2017

Εκπληκτικό!! «Έτσι ο εγκέφαλος διαστρεβλώνει την πραγματικότητα» απ το βιβλίο «Γιατί πιστεύουμε»





Τρόποι με τους οποίους ο εγκέφαλός μας διαστρεβλώνει την πραγματικότητα: Η γνώση που συγκεντρώνουμε από τις επιστημονικές μελέτες εξαρτάται σε μεγάλο βαθμό από το πως ερμηνεύουμε τα στοιχεία. Οι ερμηνείες, όμως, υπακούν στους ίδιους κανόνες που διέπουν τις αντιλήψεις μας για την πραγματικότητα. Είναι γεμάτες παραδοχές, γενικεύσεις, παραλείψεις και λάθη. Στις κοινωνικές επιστήμες, αυτά τα λάθη αποκαλούνται γνωστικές προκαταλήψεις.
Αυτές οι προκαταλήψεις είναι ενσωματωμένες τόσο στους αντιληπτικούς και τους συναισθηματικούς μηχανισμούς του εγκεφάλου όσο και στους γνωστικούς.
Μέχρι να φτάσει η αντιληπτική πληροφορία στη συνείδηση, το άτομο έχει προλάβει να την μετατρέψει σε κάτι καινούργιο και μοναδικό. Αυτή η ανακατασκευή της πραγματικότητας αποτελεί το θεμέλιο πάνω στο οποίο χτίζουμε τα πιστεύω μας για τον κόσμο. Σημαντικό ρόλο στη διαμόρφωση των πιστεύω μας παίζει επίσης η λογική, η ορθή σκέψη και η κοινωνική συναίνεση. Οι παράγοντες αυτοί επηρεάζουν και τον τρόπο με τον οποίο κατανοούμε τον κόσμο. Αν εντοπίσουμε αυτές τις προκαταλήψεις, μπορούμε να γίνουμε πιο πιστοί.
Τα τελευταία 50 χρόνια, ερευνητές, επιστήμονες, ψυχολόγοι και κοινωνιολόγοι ταυτοποίησαν εκατοντάδες γνωστικές, κοινωνικές και συμπεριφορικές διαδικασίες, αλλά και διαδικασίες λήψης αποφάσεων. Παρακάτω, συγκέντρωσα 27 προκαταλήψεις τις οποίες θεωρώ απαραίτητες για την αξιολόγηση των αντιλήψεών μας και των πιστεύω μας για τον κόσμο.
Η προκατάληψη της οικογένειας. Όλοι μας έχουμε την προδιάθεση να πιστεύουμε αυτόματα τις πληροφορίες που μας παρέχουν μέλη της οικογένειάς μας και στενοί φίλοι. Από τότε που γεννιόμαστε, ο εγκέφαλός μας βασίζεται σε αυτά τα άτομα, γι’ αυτό και τείνουμε να αποδεχόμαστε τον κόσμο χωρίς να ελέγχουμε τα γεγονότα.
Η προκατάληψη της εξουσίας. Τείνουμε να πιστεύουμε ανθρώπους που κατέχουν θέσεις ισχύος και γοήτρου. Τους θεωρούμε πιο αξιόπιστους, χωρίς να ελέγχουμε τις πηγές τους.
Η προκατάληψη της γοητείας. Θεωρούμε πιο αξιόπιστους τους πιο ψηλούς και γοητευτικούς ανθρώπους, επειδή ο εγκέφαλός μας έλκεται από αυτό που τον ευχαριστεί αισθητικά. Οι πιο ευπαρουσίαστοι άνθρωποι έχουν περισσότερες πιθανότητες να μας πείσουν.
Η προκατάληψη της επιβεβαίωσης. Έχουμε την τάση να δίνουμε έμφαση σε πληροφορίες που στηρίζουν τα πιστεύω μας, ενώ υποσυνείδητα αγνοούμε ή απορρίπτουμε πληροφορίες που τα αντικρούουν. Από τη στιγμή που τα πιστεύω μας έχουν ενσωματωθεί στο νευρικό μας κύκλωμα, στοιχεία που αντιτίθεται σε αυτά δεν μπορούν πολλές φορές να εισβάλλουν στις υπάρχουσες διαδικασίες του εγκεφάλου.
Η προκατάληψη της αυτοεξυπηρέτησης. Σε συνδυασμό με την προκατάληψη της επιβεβαίωσης, εμφανίζουμε επίσης την τάση να συντηρούμε πεποιθήσεις που ευνοούν τα προσωπικά μας συμφέροντα και τους προσωπικούς μας στόχους.
Η προκατάληψη της ομάδας. Υποσυνείδητα, υιοθετούμε ευνοϊκή μεταχείριση για τα υπόλοιπα μέλη της ομάδας μας και σπάνια αμφισβητούμε τα πιστεύω τους, επειδή ο εγκέφαλός μας είναι έτσι κατασκευασμένος, ώστε να αναζητά τη συμφωνία με τους γύρω του.
Η προκατάληψη για άτομα εκτός ομάδας. Γενικά, απορρίπτουμε ή υποτιμούμε τα πιστεύω ανθρώπων που δεν ανήκουν στην ομάδα μας, κυρίως όταν οι πεποιθήσεις τους διαφέρουν αισθητά από τις δικές μας. Επιπλέον, έχουμε τη βιολογική προδιάθεση να αναστατωνόμαστε όταν ερχόμαστε σε επαφή με ανθρώπους διαφορετικού εθνοτικού και πολιτιστικού υποβάθρου – έστω κι αν είναι μέλη της ομάδας μας.
Η προκατάληψη της κοινωνικής συναίνεσης. Όσο περισσότερο οι άλλοι συμφωνούν μαζί μας, τόσο περισσότερο πιστεύουμε ότι οι πεποιθήσεις μας είναι αληθινές. Αντίθετα, όσο περισσότερο διαφωνούν οι άλλοι μαζί μας, τόσο πιθανότερο είναι να καταπιέσουμε και να αμφισβητήσουμε τα ίδια μας τα πιστεύω – ακόμα κι όταν είναι σωστά.
Η προκατάληψη του πλήθους. Αυτή η προκατάληψη αντικατοπτρίζει την τάση μας να υιοθετούμε το σύστημα πεποιθήσεων της ομάδας στην οποία ανήκουμε. Όσο περισσότεροι άνθρωποι μας περιβάλλουν, τόσο μεγαλύτερες είναι οι πιθανότητες να τροποποιήσουμε τα πιστεύω μας για να ταιριάζουν με τα δικά τους.
Η προκατάληψη της προβολής. Συχνά υποθέτουμε, χωρίς να το επαληθεύουμε, ότι τα υπόλοιπα μέλη της ομάδας μας έχουν παρόμοια πιστεύω, παρόμοιες ηθικές αξίες και βλέπουν τον κόσμο μέσα από τα μάτια μας. Η CIA περιγράφει αυτή την προκατάληψη ως τη νοοτροπία “όλοι σκέφτονται όπως εμείς” και τη θεωρεί μια από τις πιο επικίνδυνες – επειδή οι διαφορετικοί πολιτισμοί και οι διαφορετικοί τύποι ανθρώπων (όπως οι τρομοκράτες) δεν σκέφτονται όπως εμείς.
Η προκατάληψη της προσμονής. Όταν ψάχνουμε για πληροφορίες, ή όταν κάνουμε κάποια έρευνα, έχουμε την τάση να “ανακαλύπτουμε” αυτό ακριβώς που ψάχνουμε. Στην ιατρική, οι διπλά τυφλές μελέτες έχουν σκοπό να εξαλείψουν αυτή τη διαβρωτική προκατάληψη.
Η προκατάληψη των “μαγικών αριθμών”. Οι αριθμοί επηρεάζουν τα πιστεύω μας εξαιτίας των ισχυρών ποσοτικών λειτουργιών του εγκεφάλου. Όσο πιο μεγάλος και υποβλητικός είναι ένας αριθμός, τόσο μεγαλύτερη είναι και η συναισθηματική του αντίδραση. Κι αυτή με τη σειρά της ενδυναμώνει την εμπιστοσύνη μας στην πληροφορία που προσδιορίζεται ποσοτικά.
Η προκατάληψη της πιθανότητας. Μας αρέσει να πιστεύουμε ότι είμαστε πιο τυχεροί από τους άλλους και ότι μπορούμε να καταπολεμήσουμε τις ανισότητες (άτομα με κατάθλιψη τείνουν να πιστεύουν το αντίθετο). Αυτή η αισιοδοξία είναι επίσης γνωστή ως η προκατάληψη του τζογαδόρου.
Αν στρίψεις ένα νόμισμα, και φέρεις κορώνα 9 φορές στη σειρά, οι περισσότεροι άνθρωποι θα στοιχηματίσουν πολλά λεφτά ότι την επόμενη φορά θα είναι γράμματα. Φυσικά, οι πιθανότητες παραμένουν ίδιες κάθε φορά που στρίβεις ένα νόμισμα: πάντα υπάρχουν 50 τοις εκατό πιθανότητες να φέρεις γράμματα.
Επίσης, όλοι κουβαλάμε “μαγικές” προκαταλήψεις από την παιδική μας ηλικία. Έτσι, πολλοί ενήλικες, κυρίως οι τζογαδόροι, έχουν πάνω τους διάφορα φυλαχτά (ένα τετράφυλλο τριφύλλι, ένα λαγοπόδαρο, ένα νόμισμα) που υποτίθεται ότι τους φέρνουν τύχη.
Η προκατάληψη της αιτίας-αποτελέσματος. Ο εγκέφαλός μας έχει την προδιάθεση να κάνει συνειρμούς ανάμεσα σε δύο γεγονότα, ακόμη κι όταν δεν υπάρχει κάποια σχέση μεταξύ τους. Αν πιεις κάποιο βότανο και σου περάσει το κρυολόγημα, τότε αποδίδεις την ανάρρωσή σου στο βότανο αυτό, έστω κι αν σε αυτό συνέβαλαν στην πραγματικότητα δεκάδες άλλοι άσχετοι παράγοντες.
Η προκατάληψη της ευχαρίστησης. Τείνουμε να πιστεύουμε ότι οι ευχάριστες εμπειρίες αντικατοπτρίζουν μεγαλύτερες αλήθειες απ’ ό,τι οι δυσάρεστες εμπειρίες. Εν μέρει επειδή τα κέντρα ευχαρίστησης του εγκεφάλου βοηθούν στον έλεγχο της δύναμης των αντιλήψεων, των αναμνήσεων και των σκέψεων.
Η προκατάληψη της προσωποποίησης. Δείχνουμε ιδιαίτερη προτίμηση στο να δίνουμε αρετές έμψυχων όντων σε άψυχα αντικείμενα. Επίσης. συνηθίζουμε να δίνουμε ανθρώπινη μορφή ή μορφή ζώου σε αφηρημένα ερεθίσματα (σκιές, συγκεχυμένους θορύβους, κ.λπ.). Αυτή η αντιληπτική και γνωστική λειτουργία πυροδοτεί διάφορες δεισιδαιμονίες.
Η προκατάληψη της αντίληψης. Ο εγκέφαλός μας υποθέτει αυτόματα ότι οι αντιλήψεις και τα πιστεύω μας αντιπροσωπεύουν αντικειμενικές αλήθειες για τον εαυτό μας και τον κόσμο. Εξ ου και η έκφραση “Αν δεν το δω, δεν το πιστεύω”.
Η  προκατάληψη της επιμονής. Όταν πιστεύουμε σε κάτι, επιμένουμε ότι είναι αληθινό, ακόμη κι όταν έχουμε στη διάθεσή μας στοιχεία που λένε το αντίθετο. Και όσο περισσότερο συντηρούμε ορισμένες πεποιθήσεις, τόσο πιο βαθιά εντυπώνονται στο νευρικό μας κύκλωμα.
Η προκατάληψη της ψευδούς μνήμης. Ο εγκέφαλός μας τείνει να συγκρατεί για περισσότερο χρονικό διάστημα ψευδείς απ’ ότι αληθείς μνήμες. Επίσης, είναι εύκολο να εμφυτεύσεις ψευδείς μνήμες σε άλλους όταν υπάρχουν οι κατάλληλες συνθήκες και οι πληροφορίες είναι αληθοφανείς.
Η προκατάληψη της θετικής μνήμης. Όταν αναπολούμε το παρελθόν, τείνουμε να ωραιοποιούμε τα γεγονότα και να τους δίνουμε μια πιο θετική δύναμη από την πραγματική.
Η προκατάληψη της λογικής. Έχουμε την τάση να πιστεύουμε επιχειρήματα που μας φαίνονται πιο λογικά. Επίσης, συνηθίζουμε να αγνοούμε πληροφορίες που δεν μας φαίνεται ότι βγάζουν νόημα. Όπως έχει πει ο Γουίλιαμ Τζέημς: “Κατά κανόνα, δεν πιστεύουμε τα γεγονότα και τις θεωρίες που φαίνονται άχρηστες”.
Η προκατάληψη της πειθούς. Όταν διαφωνούμε για κάποιο θέμα, πιστεύουμε συνήθως εκείνον που έχει πιο δραματικά και συναισθηματικά επιχειρήματα για μια άποψη. Ο εγκέφαλός μας τείνει να συντονίζεται με τους καλούς ομιλητές, με αποτέλεσμα αν κινδυνεύουμε να πιαστούμε αιχμάλωτοι των συναισθημάτων και των πεποιθήσεών τους.
Η προκατάληψη του πρώτου. Δίνουμε περισσότερο βάρος και θυμόμαστε πιο εύκολα ονόματα και πληροφορίες που αναγράφονται πρώτα σε μια λίστα.
Η προκατάληψη της αβεβαιότητας. Ο εγκέφαλός μας δεν συμπαθεί την αβεβαιότητα και την αοριστία. Γι’ αυτό, από το να μην είμαστε σίγουροι, προτιμάμε είτε να πιστεύουμε είτε να μην πιστεύουμε.
Η προκατάληψη των συναισθημάτων. Τα δυνατά συναισθήματα συνήθως παρεμποδίζουν τη λογική και την ορθή κρίση. Ο θυμός έχει την τάση να μας δημιουργεί την πεποίθηση ότι έχουμε δίκιο και το σωστό με το μέρος μας. Η αγωνία υπονομεύει αυτήν ακριβώς την πεποίθηση, ενώ η κατάθλιψη επισκιάζει τις αισιόδοξες πεποιθήσεις.
Η προκατάληψη της δημοσιότητας. Οι εκδότες βιβλίων, εφημερίδων και περιοδικών προτιμούν να εκδίδουν έργα με αίσιο τέλος, ενώ απορρίπτουν έργα με αρνητική έκβαση. Έτσι, μια έρευνα που δεν έχει επίδραση στον κόσμο έχει λιγότερες πιθανότητες να δημοσιευθεί σε σχέση με ένα εύρημα με θετικά αποτελέσματα. Μια άλλη διάσταση αυτής της προκατάληψης είναι η τάση των αναγνωστών να θεωρούν αυτόματα αλήθεια ό,τι δημοσιεύεται, ακόμη κι αν αποτελεί δημοσίευμα του κίτρινου τύπου.
Η προκατάληψη του τυφλού σημείου. Τελευταία, αλλά πολύ σημαντική, είναι η προκατάληψη που οι επιστήμονες αποκαλούν “προκατάληψη του τυφλού σημείου”. Οι περισσότεροι άνθρωποι αδυνατούν να συνειδητοποιήσουν πόσες γνωστικές προκαταλήψεις έχουν στην πραγματικότητα ή πόσο συχνά πέφτουν θύμα αυτών τους των προκαταλήψεων.
Οι διαφημιστές και οι πολιτικοί έχουν πλήρη επίγνωση αυτών των τυφλών σημείων και στοχεύουν επίτηδες στις δικές μας προκαταλήψεις για να πουλήσουν τα προϊόντα ή τις ιδέες τους. Ως ένα βαθμό, όλοι μας χειραγωγούμε τους άλλους προκειμένου να τους πείσουμε να ενστερνιστούν τα δικά μας πιστεύω.
Το κάνουν οι γονείς με τα παιδιά τους, οι δάσκαλοι με τους μαθητές τους, οι ερευνητές με τους συναδέλφους τους, οι εραστές μεταξύ τους. 


Από το βιβλίο “Γιατί Πιστεύουμε” Άντριου Νιούμπεργκ και Μ.Ρ. Γουόλντμαν