Παρασκευή 17 Οκτωβρίου 2014

Μήπως το Facebook μάς επηρεάζει περισσότερο απ' όσο νομίζουμε;

Το πείραμα του FB προκάλεσε αντιδράσεις, ανησυχία, προβληματισμό. Μπορούν τα κοινωνικά δίκτυα να χειραγωγήσουν τη σκέψη και τα συναισθήματά μας ή η ζωή υπογράφει τελικά το πιο δυνατό status;

Ήταν αρχές Ιουλίου όταν το χαρακτηριστικό, εκτυφλωτικό μπλε χρώμα του Facebook σκοτείνιασε ελαφρά στα μάτια των χρηστών του. Όλοι άρχισαν να μιλούν με τρόμο για ένα «περίεργο πείραμα» στο οποίο είχαν συμμετάσχει χωρίς τη θέλησή τους. Με έντονη... οργουελιανή διάθεση εγχώριες και διεθνείς εφημερίδες και sites αναπαρήγαγαν τίτλους όπως «Το πείραμα-σκάνδαλο του Fb», «Το Fb ελέγχει το συναισθηματικό μας κόσμο» κ.ο.κ. Και οι... πιστοί του πιο δημοφιλούς κοινωνικού δικτύου ανέτρεχαν στις cyber αναμνήσεις τους, στα Timeline και στις αναρτήσεις τους, για να διαπιστώσουν ποια ακριβώς ημέρα το Facebook είχε εκμεταλλευτεί το διαδικτυακό τους αυθορμητισμό για την έρευνά του.

Και αναρωτιούνταν -μαζί και εμείς- αν τα προσωπικά δεδομένα τους, άρα και οι ίδιοι, βρίσκονταν ανάμεσα στους πάνω από μισό εκατομμύριο χρήστες που είχαν χρησιμοποιηθεί ως πειραματόζωα στα εργαστήρια του Μαρκ Ζάκερμπεργκ. Και φυσικά η αντίδραση δεν ήρθε μόνο από τους απλούς χρήστες. Έντονη ήταν η κριτική νομικών, ακτιβιστών του διαδικτύου, ψυχολόγων, ακόμα και πολιτικών. Τι ακριβώς όμως είχε συμβεί;

Στο ρυθμό του αλγόριθμου
Για να καταλάβουμε, πρέπει να γυρίσουμε περίπου δυόμισι χρόνια πίσω, στις αρχές του 2012. Τότε, λοιπόν, η ομάδα του Facebook αποφάσισε να κάνει ένα ενδιαφέρον και φιλόδοξο πείραμα. Παρεμβαίνοντας στο news feed περίπου 700.000 αγγλόφωνων λογαριασμών, θέλησε να ανακαλύψει κατά πόσο ένα μέσο κοινωνικής δικτύωσης όπως αυτό μπορεί να επηρεάσει, ακόμα και να καθορίσει την ψυχολογική κατάσταση των χρηστών του. Επί μία εβδομάδα, λοιπόν, ερευνητές των αμερικανικών πανεπιστημίων Κορνέλ και της Καλιφόρνιας, σε συνεργασία με το Facebook, παραποιούσαν τη ροή των νέων στο Timeline των συγκεκριμένων χρηστών μεταβάλλοντας ένα συγκεκριμένο αλγόριθμο.

Τους μισούς από αυτούς τους εξέθεταν σε ένα σερί αρνητικών δημοσιεύσεων, ενώ τους άλλους μισούς σε ένα μπαράζ θετικών. Το ζητούμενο ήταν να δουν αν οι χρήστες θα επηρεαστούν από αυτά. Και κάπως έτσι έγινε. Οι μεν πρώτοι έκαναν και εκείνοι με τη σειρά τους ως επί το πλείστον αρνητικές αναρτήσεις, ενώ οι δεύτεροι έδειχναν τη χαρά τους με θετικές δημοσιεύσεις.

Και η ομάδα του Facebook ήταν ιδιαίτερα ικανοποιημένη με αυτό το αποτέλεσμα, αφού, όπως δήλωσαν οι εκπρόσωποί της, «πρόκειται για την πρώτη πειραματική απόδειξη μετάδοσης συναισθημάτων σε μαζική κλίμακα, μέσω των κοινωνικών δικτύων».


Και τίποτα δεν θα είχε χαλάσει το κέφι του Μαρκ και της ομάδας του αν η έρευνα αυτή δεν είχε δημοσιευτεί στις 17 Ιουνίου στην αμερικανική επιθεώρηση Proceedings of the National Academy of Sciences (PNAS), για να την τσιμπήσει από εκεί το διαδικτυακό περιοδικό Slate και στη συνέχεια το Forbes και στην πορεία να κάνει το γύρο του κόσμου με τις γνωστές αντιδράσεις. Μάλιστα ένας από τους μεγαλύτερους επικριτές του πειράματος, ο βουλευτής των Βρετανών Εργατικών Τζιμ Σέρινταν, μίλησε ακόμα και για την ανάγκη υιοθέτησης νομοθεσίας που θα προστατεύει την ιδιωτική ζωή των πολιτών και τη σκέψη τους από τέτοιες διαδικασίες.

Επίσης με ανακοίνωσή της στις 2 Ιουλίου η Βρετανική Αρχή Προστασίας Δεδομένων δήλωσε ότι θα ξεκινήσει έρευνα για να διαπιστώσει αν το Facebook παραβίασε το νόμο με αυτή του την ενέργεια. Οι ιθύνοντες του κοινωνικού δικτύου-κολοσσού έτρεξαν σε χρόνο ρεκόρ να μαζέψουν ό,τι μπορούσαν, με την chief operating officer του Facebook Σέριλ Σάντμπεργκ να δηλώνει ότι πρόκειται «για μια μεγάλη παρεξήγηση». Μια απάντηση που κάλυψε ελάχιστους, προβλημάτισε ακόμα περισσότερο την πλειονότητα των χρηστών και γέννησε πλήθος ερωτημάτων για το αν η υποτιθέμενη ασφάλεια που επικαλούνται τα κοινωνικά δίκτυα αντίστοιχου βεληνεκούς με το Facebook είναι στην ουσία ένα σουρωτήρι από όπου με την κατάλληλη πρόφαση μπορούν να... περνούν πλήθος οι παραλείψεις και παραβιάσεις των προσωπικών δεδομένων.


Κάνε ό,τι κάνω
Οι ιθύνοντες του Facebook θεωρητικά καλύπτονται νομικά από την «πολιτική χρήσης δεδομένων» που είναι υποχρεωμένος να υπογράψει κάθε χρήστης πριν κάνει εγγραφή στο συγκεκριμένο κοινωνικό δίκτυο. Ναι, είναι τα γνωστά εκείνα κατεβατά με όρους που σπάνια διαβάζουμε και συχνά προσπερνάμε για να τικάρουμε άρον άρον το κουτάκι «Συμφωνώ». Με βάση αυτούς τους όρους, λοιπόν, το Facebook είχε δικαίωμα να τροποποιήσει την αρχική σελίδα των χρηστών κατά βούληση. Όπως και έκανε.

Το θέμα όμως με το συγκεκριμένο πείραμα και το θόρυβο που δημιουργήθηκε δεν είναι να μείνουμε στα... ψιλά γράμματα, αλλά να δούμε τη γενικότερη εικόνα. Το ζήτημα δεν είναι αν το νομικό τμήμα του Facebook θα βρει την άκρη. Κάτι μάς λέει ότι θα το κάνει. Το ερώτημα που προκύπτει είναι αν πράγματι δύο αλγόριθμοι, πέντε news feed και οκτώ like είναι σε θέση να καθορίσουν ή να μεταβάλουν τη συναισθηματική κατάσταση μισού εκατομμυρίου ανθρώπων σε όλο τον πλανήτη. Για τον Έλιοτ Μπέρκμαν, καθηγητή ψυχολογίας στο Πανεπιστήμιο του Όρεγκον, η παραπάνω αντίληψη είναι υπεραπλουστευμένη, όπως κατά τη γνώμη του απλοϊκή ήταν και η μέθοδος που εφαρμόστηκε στο συγκεκριμένο πείραμα.

Οι ειδικοί χρησιμοποίησαν ένα software το οποίο εντόπιζε τις θετικές και αρνητικές λέξεις στις δημοσιεύσεις και με βάση αυτές τις έκρινε αντίστοιχα ευχάριστες ή δυσάρεστες. «Το να συμπεραίνουμε ότι κάποιος εκφράζει ή βιώνει ένα συναίσθημα μόνο επειδή χρησιμοποιεί μια συγκεκριμένη λέξη είναι κάτι πολύ αυθαίρετο» δήλωσε ο ίδιος. Και έχει δίκιο.

Το να γράψουμε στον τοίχο ενός φίλου «Λυπάμαι που δεν είσαι χαρούμενος» δεν σημαίνει απαραίτητα ότι είμαστε στενοχωρημένοι. Πρόκειται απλώς για μια έκφραση συμπαράστασης και τίποτα παραπάνω. Από την άλλη, όπως έγραψε η δημοσιογράφος Μαρία Κονικόβα σε άρθρο της στο περιοδικό New Yorker, «η αύξηση των θετικών posts όταν οι άνθρωποι παρακολουθούν θετικές δημοσιεύσεις δεν είναι απαραίτητα και δείκτης της ευτυχίας τους. Αν η έρευνα του Facebook δείχνει πραγματικά κάτι, αυτό είναι απλώς η τάση που έχουμε να μιμούμαστε τους άλλους στο πλαίσιο ενός κοινωνικού δικτύου. Δεν πρόκειται για συναισθηματική αντίδραση, αλλά για την ανθρώπινη τάση του μιμητισμού στην online εκδοχή της».


Μια υπέροχη (διαδικτυακή) ζωή
Ένα σημαντικό στοιχείο της ιστορίας είναι ότι το Facebook διεξήγαγε μια τεράστια έρευνα, με επιστημονικό μάλιστα υπόβαθρο, χωρίς να πάρει τη συγκατάθεση των ανθρώπων που συμμετείχαν σε αυτή, όπως συμβαίνει πάντα σε τέτοιου είδους μελέτες. Από την άλλη το να εκθέτεις την προσωπική σου κατάσταση, τις φωτογραφίες, τις σκέψεις, τις φιλίες, τη διάθεσή σου, τους έρωτές σου σε ένα κοινωνικό δίκτυο τέτοιας κλίμακας (στο οποίο έχεις κάνει οικειοθελώς sign up), στο χάος του διαδικτύου βασικά, και να περιμένεις ότι τίποτα περίεργο δεν θα συμβεί, είναι σαν να ανεβαίνεις στη γέφυρα του πλοίου με εννιά μποφόρ έχοντας την ψευδαίσθηση ότι δεν πρόκειται να βραχείς.

Αν δούμε αυτή την έρευνα με ψυχραιμία και ρεαλισμό, δεν έχει γίνει και κάτι πολύ σοβαρό. Το ότι οι κολοσσοί του διαδικτύου τύπου Google και Facebook χρησιμοποιούν στοιχεία των χρηστών τους για να βελτιώσουν το προϊόν τους, να προσελκύσουν διαφημίσεις, να εξυπηρετήσουν τους σκοπούς τους είναι κάτι που λίγο πολύ το ξέραμε. Η ίδια η Google έχει παραδεχτεί ότι κάνει περίπου 20.000 πειράματα το χρόνο και αυτά φυσικά βασίζονται στα «αποτελέσματα αναζήτησης» τα οποία καθορίζουμε εμείς. Το θέμα είναι πόσο μακριά το πάνε κάθε φορά αυτές οι εταιρείες.

Έρευνα που πραγματοποίησε το Facebook την ημέρα των αμερικανικών εκλογών το 2010 και η οποία δημοσιεύτηκε στην επιστημονική επιθεώρηση Nature δύο χρόνια αργότερα κάνει τα πράγματα λίγο πιο περίπλοκα. Για τις ανάγκες της το Facebook κατέταξε 61 εκατομμύρια Αμερικανούς χρήστες τυχαία σε τρία διαφορετικά γκρουπ. Στο καθένα εμφάνιζε ένα διαφορετικό μήνυμα που με κάποιον τρόπο τούς προέτρεπε να πάνε να ψηφίσουν. Τα αποτελέσματα έδειξαν ότι ορισμένα από αυτά τα μηνύματα πράγματι επηρέασαν τους χρήστες κάνοντάς τους να εμφανιστούν στις κάλπες (οι ειδικοί μεταφράζουν αυτή την επιρροή σε περίπου 60.000 ψήφους).

Μπορεί, λοιπόν, ο διαδικτυακός κόσμος να καθορίσει την πορεία της αληθινής ζωής; Ναι, το έχουμε ξαναδεί να γίνεται. Η Αραβική Άνοιξη ίσως να μη συνέβαινε ποτέ αν τα social media δεν είχαν παίξει κομβικό ρόλο στην οργάνωση και τη διάδοση των εξεγέρσεων, στη μετάδοση όσων συνέβαιναν σε real time.


Τέλος εποχής;
Υπάρχει βέβαια και μερίδα της επιστημονικής κοινότητας η οποία με αφορμή τη δημοσιοποίηση του «ένοχου» πειράματος εντοπίζει κάτι πολύ ενδιαφέρον σε όλο αυτό. Αναμφίβολα το Facebook αποτελεί μια τεράστια δεξαμενή ιδεών, αντιλήψεων, αντιδράσεων και συμπεριφορών. Οι κοινωνιολόγοι πιστεύουν ότι αναλύοντας την online συμπεριφορά μας μπορούν να βγάλουν πολλά ενδιαφέροντα συμπεράσματα για τον τρόπο με τον οποίο διαδίδονται οι ιδέες μέσω των ομάδων, για το πώς διαμορφώνονται οι πολιτικές και κοινωνικές μας πεποιθήσεις, πώς σκεφτόμαστε απέναντι στα γεγονότα, πώς ψηφίζουμε, πώς χαιρόμαστε, πώς λυπόμαστε, πώς ερωτευόμαστε.

Όπως είχε δηλώσει και ο Άνταμ Κράμερ, επικεφαλής της επίμαχης έρευνας, ήδη από το 2012 τα δεδομένα του Facebook αποτελούν τη μεγαλύτερη μελέτη πεδίου στην ιστορία του κόσμου. Αυτό άλλωστε ήταν το δέλεαρ για να ενταχθεί στην ομάδα του διαδικτυακού φαινομένου. Δηλαδή οι άπειρες δυνατότητες για έρευνα που δίνουν τα like και τα share. Επομένως το συμπέρασμα στο οποίο καταλήγουμε είναι και πάλι το ίδιο, είτε το δούμε από την πλευρά των χρηστών είτε από την πλευρά των... διαχειριστών: τα κοινωνικά δίκτυα είναι ένα τεράστιο εργαλείο αρκεί κάποιος να το χειριστεί σωστά και με τις κατάλληλες προϋποθέσεις. Για τον Μπέρκμαν σημασία δεν έχει το αυτονόητο: όταν διαβάζω ευχάριστες ειδήσεις, νιώθω την παρόρμηση να ανεβάσω κι εγώ ένα ποπ τραγούδι. «Ας αφήσουμε τα δεδομένα που έχουμε μπροστά μας να μας πουν κάτι που δεν ξέρουμε. Κάτι που δεν γνωρίζουμε ούτε για τον ίδιο μας τον εαυτό» λέει ο ίδιος.

Αρκετές μέρες μετά τη δημοσιοποίηση του πειράματος του Facebook, οι έντονες συζητήσεις έχουν κοπάσει, νέα virals στοιχειώνουν τα Timeline, οι χρήστες έχουν βρει καινούρια θέματα να ασχοληθούν, πολλοί ειδικοί όμως επιμένουν ότι η εικόνα του Facebook έχει πληγεί ανεπανόρθωτα. Και η παραπάνω διαπίστωση συναντά εκείνη των απλών ανθρώπων που λίγο το έχουν βαρεθεί, λίγο θεωρούν ότι δεν έχει κάτι παραπάνω να τους προσφέρει. Μάλιστα εκπρόσωπος του ίδιου του δικτύου δήλωσε τον περασμένο Νοέμβριο ότι οι έφηβοι αρχίζουν να εγκαταλείπουν σιγά σιγά το Facebook για άλλα, λιγότερο μαζικά κοινωνικά δίκτυα.

Σε σχετικό άρθρο του το site Mashable χαρακτήρισε το «παιδί του Ζάκερμπεργκ» ως «το τσιγάρο του 2013, μια κακή συνήθεια που πολλοί προσπαθούν να κόψουν». Μπορεί όλα αυτά να είναι ενδεικτικά της κρίσης και της εποχής που φωνάζει για πιο μετρημένα πράγματα: για λίγες και πραγματικές φιλίες και όχι για 1.234 διαδικτυακές. Για ζωντανές τετ-α-τετ συζητήσεις με τελείες και κόμματα και όχι για εκείνες του Messenger, όπου στη θέση των σημείων στίξης μπαίνουν χαμογελαστές φατσούλες και lol. Για ρομαντικές σχέσεις που ξεκινούν με ένα αυθόρμητο βλέμμα και όχι με ένα επί τούτου like. Ίσως φτάσαμε σε ένα σημείο στο οποίο η ζωή μας άρχισε να προσαρμόζεται στα δεδομένα του Facebook αντί να συμβαίνει το αντίθετο. Μη μας κάνει, λοιπόν, εντύπωση αν η ερευνητική ομάδα του Μαρκ μετράει τα share μας και βγάζει συμπεράσματα για το τι συμβαίνει στην ψυχή μας. Υπήρχε σχετική υποσημείωση στην πολιτική χρήσης δεδομένων που δεν διαβάσαμε ποτέ...


Κείμενο: Μαρία Πατούχα

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου